- κοινωφελής
- -ής, -έςγεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που ωφελεί το κοινό: Έχτισε ένα κοινωφελές ίδρυμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοινωφελής — of common utility masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελής — ές (AM κοινωφελής, ές) αυτός που ωφελεί την κοινωνία, αυτός που εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο («κοινωφελή ιδρύματα»). επίρρ... κοινωφελώς (AM κοινωφελῶς) με τρόπο που ωφελεί την κοινωνία, κατά τρόπο ωφέλιμο στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός +… … Dictionary of Greek
κοινωφελῆ — κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοινωφελής of common utility masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοινωφελής of common utility masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελέστερον — κοινωφελής of common utility adverbial comp κοινωφελής of common utility masc acc comp sg κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελεῖ — κοινωφελής of common utility masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοινωφελής of common utility masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελεῖς — κοινωφελής of common utility masc/fem acc pl κοινωφελής of common utility masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελές — κοινωφελής of common utility masc/fem voc sg κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελέστατον — κοινωφελής of common utility masc acc superl sg κοινωφελής of common utility neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελεστάταις — κοινωφελής of common utility fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινωφελοῦς — κοινωφελής of common utility masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)